- αεθλοσυνη
- ἀεθλοσύνη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αεθλοσύνη — ἀεθλοσύνη, η (Μ) [ἄεθλος] αγώνας, άμιλλα … Dictionary of Greek
ἀεθλοσύνην — ἀεθλοσύνη contest fem acc sg (attic epic ionic) ἀθλοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεθλοσύνης — ἀεθλοσύνη contest fem gen sg (attic epic ionic) ἀθλοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεθλοσύνας — ἀεθλοσύνᾱς , ἀεθλοσύνη contest fem acc pl ἀεθλοσύνᾱς , ἀεθλοσύνη contest fem gen sg (doric aeolic) ἀεθλοσύνᾱς , ἀθλοσύνη fem acc pl ἀεθλοσύνᾱς , ἀθλοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούπαλις — βούπαλις, η (Α) φρ. «βούπαλις ἀεθλοσύνη» αγώνας σκληρός σαν να παλεύουν ταύροι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πάλη] … Dictionary of Greek